Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Θέμα χρόνου ήταν η εκδήλωση ενός ακόμη επεισοδίου μεταξύ δικαστών και πολιτικών. Η νέα αφορμή δόθηκε χθες με την οριστική παραγραφή των σχετιζομένων με το Βατοπέδι αδικημάτων, ενώ την ίδια ώρα στην Επιτροπής για την Ζήμενς διεξάγονταν (ανεπίτρεπτες) σκληρές διαπραγματεύσεις για το περιεχόμενο του πορίσματος, που δίνεται σήμερα στην δημοσιότητα.
Πρόκειται για άλλο ένα κεφάλαιο στην πονεμένη ιστορία του πολιτικού χρήματος και της αποποίησης των πολιτικών ευθυνών (βλέπε εδώ).
Σε μια χώρα όπου δεν έχει τιμωρηθεί κανείς και για τίποτε (για το Χρηματιστήριο, για την δράση της ΔΕΚΑ, για το Κτηματολόγιο, για το όργιο στα δημόσια έργα και στα εξοπλιστικά προγράμματα, για τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων, για την καταλήστευση των αποθεματικών των ταμείων, για τα διακομματικά σκάνδαλα της Ζήμενς και του Βατοπεδίου, για τα ομόλογα, για τα swaps και τις λογιστικές αλχημείες και τα «ιπτάμενα ομόλογα», η ομόφωνη απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου, που έγινε γνωστή χθες, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει.
Το Δικαστικό Συμβούλιο (όπου η επιτροπή της Βουλής είχε ξαποστείλει το θέμα της παραπομπής τριών πρώην υπουργών με την κατηγορία της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου) έδωσε την χαριστική βολή, αν και ήταν αναμενόμενη: Τα αδικήματα έχουν παραγραφεί μετά την διάλυση της Βουλής, στις 7 Σεπτεμβρίου του 2009.
Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον εξ αυτού νόμο περί ευθύνης υπουργών, το Δικαστικό Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι η παραγραφή των αδικημάτων (λόγω μεσολάβησης εκλογών) είναι οριστική. Παράλληλα, αποφασίστηκε (με ψήφους 3 έναντι 2) η ανάκριση για τα μη πολιτικά πρόσωπα που συμμετείχαν στο σκάνδαλο να συνεχιστεί.
Το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, που έκανε δεκτή την εισήγηση του εισαγγελέα Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, θα εκδοθεί στις αρχές Φεβρουαρίου και δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.
Αποκαλύφθηκε έτσι η τρομερή (και σκόπιμη) υποκρισία της μεν κυβέρνησης να στήσει εξεταστικές επιτροπές εν γνώσει της ότι επρόκειτο για παραγεγραμμένα αδικήματα, του πολιτικού συστήματος που δέχθηκε να λάβει μέρος στο θέατρο συμμετέχοντας σ’ αυτές τις επιτροπές και των βουλευτών-μελών των επιτροπών που δήθεν δικάζουν (ενώ απλώς διασύρουν), στέλνοντας τις υποθέσεις πίσω στην Δικαιοσύνη, της οποίας όμως τα χέρια είναι δεμένα.
Η χθεσινή απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου αποτελεί κόλαφο για το πολιτικό σύστημα και περίτρανη απόδειξη ότι στις εξεταστικές παίζεται ένα πρωτοφανές θέατρο.
Η σκοπιμότητα είναι πασιφανής: Εμείς κάναμε ό, τι μπορούσαμε, αλλά βλέπετε η Δικαιοσύνη…
Στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τις ευθύνες τους, πετάνε το μπαλάκι στην Δικαιοσύνη. Παραλείποντας, βέβαια, να πουν ότι η Δικαιοσύνη δεν θεσπίζει τους νόμους. Απλώς τους εφαρμόζει. Τους νόμους τους ψηφίζει η Βουλή.
Εξ ου και η χθεσινή αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που εξέδωσε εξαιρετικά σκληρή ανακοίνωση, κατηγορώντας εμμέσως το πολιτικό σύστημα ότι θέτει τους δικαστές στο στόχαστρο της τρομοκρατίας, φορτώνοντάς τους ευθύνες ατιμωρησίας που δεν τους ανήκουν.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «έχει παγιωθεί τον τελευταίο καιρό ως επικοινωνιακή τακτική ορισμένων η απονομή ευθυνών στη Δικαιοσύνη σχετικά με την ατιμωρησία πολιτικών προσώπων εμπλεκομένων σε σκάνδαλα».
Οι δικαστές αισθάνθηκαν χθες την ανάγκη να πληροφορήσουν τον ελληνικό λαό ότι «οι ευθύνες για τα αποτελέσματα αυτά ανήκουν αποκλειστικά και μόνο σε αυτούς που έχουν διαμορφώσει το θεσμικό πλαίσιο με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνουν την ατιμωρησία τους». Και συνεχίζουν:
«Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ο ισχύων νόμος για την ευθύνη υπουργών διαμορφώθηκε από τη Βουλή και όχι από το δικαστικό σώμα. Οι δικαστές, συνεπώς, δεν μπορούν να παρανομήσουν κατά την εφαρμογή του, σε διάψευση των προσδοκιών αλλά και των συνηθειών ορισμένων».
Τα βέλη εναντίον των πολιτικών είναι ευθέα: «Μέχρι τώρα επιφύλαξαν (σ.σ. οι πολιτικοί) στους εαυτούς τους το προνόμιο να έχουν και την πίτα και το μαχαίρι» Και τους καλούν να «κάνουν επιτέλους την αυτοκριτική τους» και να «σταματήσουν να στοχοποιούν τους δικαστές και μάλιστα στις ύποπτες ημέρες που ζούμε. Ίσως έτσι επιτύχουν την ύστατη ώρα της απαξίωσης στα μάτια του λαού, να περισώσουν κάτι από την αξιοπιστία τους. Για να φτάσει επιτέλους το μαχαίρι στο κόκαλο».
«Περιμένουμε το επόμενο επεισόδιο», έγραφα στο άρθρο μου της 13ης Δεκεμβρίου 2010. Δεν χρειαζόταν να περιμένουμε και πολύ. Η νέα σύγκρουση δικαστών και πολιτικού συστήματος ήλθε χθες, έναν μόλις μήνα μετά τον καθιερωμένο πλέον καυγά που κατ’ έθιμον διεξάγεται κάθε χρόνο στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Πρόεδρος των Δικαστών Χ. Αθανασίου είχε στηλιτεύσει την απροθυμία του πολιτικού συστήματος να αλλάξει τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, επισημαίνοντας (όπως και χθες) ότι ο λαός θεωρεί τελικά την Δικαιοσύνη υπεύθυνη για τις αθρόες παραγραφές.
Τα ίδια είχαν γίνει και το 2009, όταν την αντίδραση των δικαστών είχε προκαλέσει με την ομιλία του ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γ. Παπανδρέου, που είχε μιλήσει περί ατιμωρησίας και συγκάλυψης.
Ο τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Νικόπουλος, που επίσης είχε υπογραμμίσει ότι για τις παραγραφές δεν φταίνε οι δικαστές, αλλά οι νόμοι. Και πως τους νόμους δεν τους φτιάχνουν οι δικαστές, αλλά η Βουλή.
«Ακουσα κάτι περί παραγραφής», είχε πει. «Ποιος άραγε ευθύνεται για την παραγραφή; Οι δικαστές; Ή ο νόμος; Το γνωρίζει αυτό ο λαός; Ποιος θεσπίζει τους νόμους; Οι δικαστές ή η Βουλή; Γιατί και εκείνοι να μην είναι ίσοι έναντι των άλλων πολιτών;».
Επανήλθε ο κ. Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, τον Μάρτιο του 2010, μιλώντας για κυρίαρχη εντύπωση ατιμωρησίας στη χώρα κατά την live συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, παρουσία της δικαστικής ηγεσίας. «Ξένοι συνάδελφοί μου με ρωτούν, στην Ελλάδα Δικαιοσύνη δεν υπάρχει;». Αυτή τη φορά προκάλεσε την αντίδραση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Τέντε.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα διεξήχθησαν οι «διαπραγματεύσεις» για το πόρισμα της Ζήμενς. Άλλος ένα κόλαφος για το πολιτικό σύστημα. Άλλη μια ντροπιαστική συνεννόηση, ώστε να συμφωνήσουν τα δύο κόμματα ποιους τελικά θα «δώσουν». Έτσι αντελήφθησαν την αξίωση για έκδοση κοινού πορίσματος. Ως παζάρι για την κατάρτιση ενός καταλόγου περιστατικών και ονομάτων, με βουλευτές να καταθέτουν ενστάσεις που κινούνται μεταξύ των 49 (Παπαδημούλης) και 80 (Καμμένος).
Απίστευτα πράγματα για μια χώρα που έχει πέσει στον γκρεμό. Απίστευτα πράγματα για ένα σκάνδαλο που είναι διεθνώς επιβεβαιωμένο και γνωρίζουμε και το ύψος της μίζας που κάθε φορά έδινε η Ζήμενς στην προσπάθεια «καλλιέργειας πολιτικού κλίματος»: Ο κ. Σίκατσεκ, που έστησε το σύστημα των μαύρων ταμείων το 1999, έχει δηλώσει ότι στην Ελλάδα μέχρι την αποκάλυψη του σκανδάλου μεταφέρονταν περί τα 10 με 15 εκ ευρώ ετησίως. Όσο για τις μίζες, κι’ αυτές γνωστές: 8% του τζίρου των έργων σε στελέχη και 2% σε πολιτικά πρόσωπα.
Η Εξεταστική Επιτροπή προσανατολίσθηκε στην λύση της αναφοράς των πραγματικών περιστατικών (τα οποία τα έχουμε πια μάθει απ’ έξω και δεν χρειαζόταν να κουραστούν με μια νέα καταγραφή) και της αναφοράς των ονομάτων των υπουργών που είχαν την πολιτική ευθύνη κατά την υπογραφή των διαφόρων επίμαχων συμβάσεων.
Χρόνια τώρα (και ειδικά με το άρθρο μου της 27ης Οκτωβρίου 2010) υποστηρίζω πως οι Έλληνες πρέπει να μάθουν ποιοι ήταν υπουργοί όταν υπογραφόταν το τάδε ή το δείνα έργο. Αυτό προς πολιτικό κολασμό, διότι ποινικός κολασμός δεν μπορεί να υπάρξει για όσο διάστημα ισχύει το άθλιο άρθρο 86 του Συντάγματος και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.
Αν και εκ μέρους του υπουργού Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για αλλαγή του νόμου, τίποτε το ουσιαστικό δεν πρόκειται να συμβεί. Διότι ό,τι κι’ αν λέει ο νέος νόμος, αυτός θα προσκρούει πάντα στο άρθρο 86 του Συντάγματος και επομένως δεν θα εφαρμοστεί ποτέ.
Και οπωσδήποτε δεν θα τιμωρηθεί κανείς από αυτούς που μας οδήγησαν σ’ αυτά τα χάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου